ανεκδοτικός

ανεκδοτικός
η , ό[ν] анекдотичный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ανεκδοτικός" в других словарях:

  • ανεκδοτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ανέκδοτα …   Dictionary of Greek

  • ανεκδοτικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που εξιστορείται με ανέκδοτα: Γράφει την ιστορία της εποχής του σχεδόν με τρόπο ανεκδοτικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λογοτεχνία — Η ενασχόληση με τον έντεχνο λόγο καθώς και το σύνολο των γραπτών κειμένων της γλώσσας μιας χώρας, μιας εποχής (ή και ευρύτερων συνόλων) που έχουν συνταχθεί με πρόθεση τη δημιουργία αισθητικών αξιών – ή ακόμα και χωρίς πρόθεση, φτάνουν κάποτε σε… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»